πολύαστρον — πολύαστρος with many stars masc/fem acc sg πολύαστρος with many stars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
κατάστερος — η, ο (AM κατάστερος, ον) γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος μσν. αρχ. 1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια 2. μτφ. (ειδ. για την ουρά τού παγωνιού) πολυποίκιλτος,… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυάστερος — η, ο / πολυάστερος, ον, ΝΑ πολύαστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀστήρ, ἀστέρος (πρβλ. ευ άστερος)] … Dictionary of Greek
πολυτειρής — (I) ές, Α 1. αυτός που απαιτεί ή προξενεί πολύ κόπο, κοπιαστικός, κοπιώδης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που υφίσταται πολλά βάσανα, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τειρής (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξαντλώ»)]. (II) ές, Α αυτός που… … Dictionary of Greek